Στις 12 Ιουνίου 2020, είδε για πρώτη φορά, επίσημα το φως της δημοσιότητας, μια ριζοσπαστική, για τα Κυπριακά δεδομένα, αλλά αναμενόμενη πρόταση νόμου. Ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) Νόμος του 2020, δημοσιεύτηκε στο Έκτο Παράρτημα «Νομοσχέδια», στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, μαζί με άλλες δύο τολμηρές αλλά αναμενόμενες προτάσεις νόμου, οι οποίες στοχεύουν στην καταπολέμηση του σεξισμού στην Κύπρο. Τα τρία αυτά νομοσχέδια, στοχεύουν συνδυαστικά, στην προώθηση πολιτικής ισότητας φύλου στην Κύπρο. Ειδικότερα, το νομοσχέδιο που τροποποιεί τον Ποινικό Κώδικα, το οποίο κατατέθηκε από την Βουλεύτρια κυρία Σκεύη Κούτρα Κουκουμά εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής ομάδας ΑΚΕΛ – Αριστερά – Νέες Δυνάμεις, έχει ως σκοπό τον εκσυγχρονισμό του Ποινικού Κώδικα που αφορά στα αδικήματα κατά των ηθών και ειδικότερα στη σεξουαλική κακοποίηση κοριτσιών έναντι αγοριών. Με την πρόταση της κυρίας Κουκουμά, επιδιώκεται η εξίσωση αξιόποινων πράξεων ανεξάρτητα από το φύλο του θύματος, η αύξηση των ποινών και η ποινικοποίηση της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών, ως μέτρο αντιμετώπισης της εμπορίας και εκμετάλλευσης προσώπων. Πως μπορεί όμως στην πράξη, να επιτευχθεί η απορρύθμιση / εξάλειψη της πορνείας και η προστασία των ευάλωτων θυμάτων εγκληματικών πράξεων, μέσα από μια νομοθετική ρύθμιση, στην Κύπρο;
Οι δύο κύριοι προβληματισμοί που τίθενται με το παρόν άρθρο είναι: (1) εάν στην ουσία η Κύπρος είναι έτοιμη να υιοθετήσει το Σουηδικό Μοντέλο για την καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση, μέσω της ποινικοποίησης της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών και (2) κατά πόσο η προτεινόμενη τροποποίηση επαρκεί και/ή είναι νομοτεχνικά ορθή ή εάν χρειάζεται ο εντοπισμός, η μελέτη και η τροποποίηση άλλων νομοθεσιών που επηρεάζουν και επηρεάζονται από αυτή. Για να απαντηθούν τα δύο πιο πάνω ερωτήματα, θα πρέπει να επεξηγηθεί, το υφιστάμενο μοντέλο ρύθμισης που ακολουθεί η Κύπρος, το προτεινόμενο Σουηδικό Μοντέλο και που έχει εφαρμοστεί με επιτυχία, ώστε να τεθούν οι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν εφαρμοστεί η νέα Νομοθεσία, όπως εκφράζονται μέσα από τη θεωρία της Νέας Διακυβέρνησης. Στη συνέχεια, πρέπει να γίνει ανάλυση του προτεινόμενου άρθρου 165Α, καθώς και αναφορά στον τρόπο που δυνατό να επηρεάζει άλλες ισχύουσες Νομοθεσίες, ώστε να τεθούν εισηγήσεις για τη βελτίωση της πρότασης και/ή για την πρακτική εφαρμογή της.
Τόσο παγκόσμια όσο και στην Κύπρο, επικρατούν δύο κύριες ιδεολογικές σχολές σε σχέση με την πορνεία: η σχολή που υποστηρίζει ότι καμία γυναίκα ή άντρας δεν θα αποδεχόταν να εκδίδεται, εάν είχε επιλογή και η σχολή η οποία υποστηρίζει ότι η πορνεία είναι ένα ακόμα επάγγελμα και ότι είναι δικαίωμα μιας γυναίκας ή ενός άντρα να επιλέξει το εν λόγω επάγγελμα. Τίθεται λοιπόν στη ζυγαριά της λογικής και της δικαιοσύνης, από τη μια η άποψη ότι η πορνεία αποτελεί μέτρο «σεξουαλικής κυριαρχίας και την ουσία της γυναικείας καταπίεσης» και ότι ο «κακός» πελάτης θα πρέπει να ποινικοποιηθεί. Από την άλλη αντιτίθεται η άποψη ότι η ενάσκηση της πορνείας ως επάγγελμα αποτελεί έκφραση της προσωπικής αυτονομίας (agency) και θα έπρεπε να νομιμοποιηθεί και να ρυθμίζεται.
Το πρόβλημα εφαρμογής της νομοθεσίας στην Κύπρο είναι εμφανές. Η καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων έχει ρυθμιστεί στην Κύπρο από το 2014 με τη ψήφιση του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2014, N.60(I)/2014, ο οποίος ενσωμάτωσε στο άρθρο 17 την τιμωρία του χρήστη υπηρεσιών θύματος εμπορίας προσώπων, μέχρι 10 έτη ή 50.000 ευρώ, εάν και εφόσον εύλογα δύναται να υποθέσει ότι η εργασία ή οι υπηρεσίες προέρχονται από θύμα εμπορίας προσώπων. Εντούτοις, μέχρι σήμερα δεν έχει εξασφαλιστεί καμία καταδίκη χρήστη υπηρεσιών παρά τις πρόσφατες συλλήψεις. Τα τελευταία χρόνια, κατά τη συζήτηση της τροποποίησης της νομοθεσίας, η οποία αφορά τον χρήστη υπηρεσιών θύματος εμπορίας προσώπων, παρατηρείται η έλλειψη ενημέρωσης του κοινού και η απουσία αποτελεσματικού συντονισμού μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών και των ΜΚΟ, με αποτέλεσμα, ενώ αφιερώνονται αρκετές ώρες εργασίας και πόροι από τους εμπλεκόμενους, η προσπάθεια να μην μεταφράζεται πάντοτε σε μείωση των θυμάτων εμπορίας προσώπων και σε καταδίκες «πελατών».
Η απουσία ρύθμισης της πορνείας, φαίνεται να επηρεάζει και να επιδρά αρνητικά στο φαινόμενο της εμπορίας προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση. Μέσα από τη μελέτη της βιβλιογραφίας, της νομοθεσίας και της νομολογίας, παρατηρείται ότι στην Κύπρο απουσιάζει η εμπειρική έρευνα για το θεσμικό πλαίσιο της πορνείας, εφόσον έχει πραγματοποιηθεί μόνο μια έρευνα από το Γραφείο της Επιτρόπου Διοίκησης και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και μια έρευνα των Τριμικλινιώτη και Δημητρίου στο πλαίσιο συνεργασίας υπό το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα AGIS.
Σε γενικές γραμμές, εφαρμόζονται τρία κύρια μοντέλα ρύθμισης της πορνείας:
(1) η ποινικοποίηση της πορνείας (Σουηδικό Μοντέλο) όπου ο χρήστης/πελάτης τιμωρείται ενώ το θύμα εκδιδόμενη/ος δεν είναι ποινικά υπεύθυνο,
(2) η ρύθμιση της πορνείας μέσα από τη νομιμοποίηση και
(3) η αποποινικοποίηση (υβριδικό μοντέλο), όπου κάποιες ενέργειες που συνδέονται με την πορνεία, όπως επίσης και η εμπορία προσώπων είναι ποινικά αδικήματα, όμως, η ίδια η πορνεία δεν είναι παράνομη ως πράξη.
Στον πιο κάτω χάρτη, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον ερευνητή Jacub Marian το 2017, παρουσιάζονται οι χώρες της Ευρώπης και που γειτνιάζουν με την Ευρώπη, ανάλογα με τη ρύθμιση της πορνείας που ακολουθούν:
Η πορνεία είναι νόμιμη και ρυθμισμένη στην Αυστρία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία, στη Λετονία, στην Ολλανδία, στην Ελβετία και στην Τουρκία. Τόσο η αγορά όσο και η προσφορά σεξουαλικών υπηρεσιών δεν είναι ποινικά αδικήματα στις ακόλουθες χώρες: Βέλγιο, Βουλγαρία, Κύπρος, Τσεχία, Δανία, Εσθονία, Φιλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Μάλτα, Ρουμανία. Στη Γαλλία, στην Ισλανδία, στην Ιρλανδία, και στη Βόρειο Ιρλανδία, στη Λιθουανία, στη Νορβηγία και στη Σουηδία, η πορνεία είναι παράνομη για τους πελάτες. Αντίθετα, στις ακόλουθες χώρες, οι πελάτες δεν τιμωρούνται, ενώ είναι παράνομη η προσφορά σεξουαλικών υπηρεσιών: Ανδόρα, Αλβανία, Κροατία, Κόσοβο, Λευκορωσία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Ρωσία, Ουκρανία, Λιχτενστάιν και Μολδαβία.
Η Ολλανδία υπήρξε η πρώτη χώρα που αποποινικοποίησε και ρύθμισε την πορνεία μετά από πρόταση του Bob van Schijndel, των Αριστερών Πράσινων, το 1999. Η πορνεία είναι νόμιμη τόσο στο δρόμο όσο και εντός υποστατικών, ως ένα ρυθμιζόμενο και ελεγχόμενο επάγγελμα, με στόχο την προστασία και τον έλεγχο των εμπλεκόμενων. Σύμφωνα με το μοντέλο της νομιμοποίησης της πορνείας, η πορνεία αναγνωρίζεται ως επάγγελμα, ρυθμιζόμενο και ελεγχόμενο, γίνεται σχετικός έλεγχος στα πορνεία, ενώ τόσο οι πόρνες όσο και οι πελάτες έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Και σε αυτό το μοντέλο υπάρχει η δυνατότητα εκμετάλλευσης θυμάτων εμπορίας προσώπων, είτε διότι υπάρχει σχετική ζήτηση για υπηρεσίες οι οποίες δεν ικανοποιούνται από τις νόμιμες πόρνες, όπως παιδιά και παράνομοι μετανάστες, είτε διότι τα θύματα είναι οικονομικότερη επιλογή.
Κάποιες από τις Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Κύπρος και η Αγγλία έχουν υιοθετήσει ένα υβριδικό μοντέλο, όπου ενώ δεν υπάρχει ξεκάθαρη πολιτική ή νομική πρόνοια για τη νομιμότητα ή την παρανομία της πορνείας, παράλληλα παρατηρείται η απουσία ρύθμισης της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών και παράλληλη ποινικοποίηση της ζήτησης αγοράς υπηρεσιών από θύμα εμπορίας προσώπων.
Τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί το Σουηδικό Μοντέλο ρύθμισης της πορνείας, το οποίο στοχεύει στην μείωση της εμπορίας προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση, μέσω της ποινικοποίησης της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών, με τη ψήφιση σχετικής νομοθεσίας από το 1999. Το Σουηδικό Μοντέλο συνδυάζει την ισότητα φύλων, το σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την απόρριψη της πορνείας ως μια ανήθικη και παράνομη πρακτική, προστατεύοντας τα θύματα. Έχει επίσης ξεφύγει από τα Ευρωπαϊκά πλαίσια, μετά την υιοθέτηση του στη Νορβηγία και στη Γαλλία και έχει υιοθετηθεί και στον Καναδά.
Η Σουηδία αναγνώρισε το πρόβλημα της εμπορίας προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση μέσα από την έμφυλη του διάσταση, κάτι που επιβεβαιώνεται από τις τελευταίες στατιστικές του UNODC, σύμφωνα με τις οποίες 96% των θυμάτων εμπορίας για σεξουαλική εκμετάλλευση είναι γένους θηλυκού, ενώ το 63% των καταδικασθέντων θυτών για το ίδιο αδίκημα είναι γένους αρσενικού. Λόγω της αρχικής τοποθέτησης της Σουηδίας για την έμφυλη διάσταση της εμπορίας προσώπων, τόσο η διαμόρφωση του νομικού πλαισίου, όσο και οι πολιτικές της βασίστηκαν σε διεθνείς φεμινιστικές αρχές και στις αρχές της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Με βάση τον Ποινικό Κώδικα της Σουηδίας, η εμπορία προσώπων είναι ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση από 2 μέχρι 10 έτη. Η αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών, θεωρείται ποινικό αδίκημα στη Σουηδίακαι πρόσωπο που λαμβάνει περιστασιακές σεξουαλικές επαφές με αντάλλαγμα την πληρωμή, καταδικάζεται για αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών και υπόκειται σε πρόστιμο ή σε ποινή στέρησης της ελευθερίας για περίοδο μέχρι ενός έτους. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω πολιτικών και νομοθεσιών, παρατηρείται ότι ο αριθμός των υποθέσεων εμπορίας προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση στη Σουηδία, είναι σχετικά σταθερός, μετά την ψήφιση της νομοθεσίας που ποινικοποιεί την εμπορία προσώπων, το 2004. Όσον αφορά στην ποινικοποίηση της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών, παρατηρείται ότι η αστυνομία έχει μεγαλύτερη δυνατότητα σύλληψης πελατών πορνείας, για σκοπούς τιμωρίας, διαπαιδαγώγησης και αποτροπής, ενώ παράλληλα οι πάροχοι σεξουαλικών υπηρεσιών προστατεύονται μέσω προγραμμάτων εξόδου από την πορνεία και στήριξης. Η επιτυχία της Σουηδικής πολιτικής αντικατοπτρίζεται στην αλλαγή κουλτούρας, η οποία φαίνεται από την αξιολόγηση του 2010, η οποία αναφέρει ότι η νομοθεσία έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά για την αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών, οι αγοραστές υπηρεσιών, η Αστυνομία και οι κοινωνικοί λειτουργοί δηλώνουν ότι αυτοί οι άνδρες πλέον είναι πιο προσεκτικοί, και ότι η ζήτηση έχει μειωθεί σημαντικά από το 1999. Το κοινό φαίνεται να συμφωνεί με την αλλαγή στη νομοθεσία και υποστηρίζει ότι γενικά έχει βοηθήσει στη μείωση της εγκληματικότητας.
Παρόμοια μέτρα, έχει εφαρμόσει από το 2016 και η Γαλλία, η οποία έχει ποινικοποιήσει την αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών, με την ψήφιση νομοθεσίας σύμφωνα με την οποία οι αγοραστές σεξουαλικών υπηρεσιών θα πληρώνουν πρόστιμο μέχρι και 1500 ευρώ. Οι ίδιες οι ιερόδουλες, οι οποίες συνασπίζονται και διαδηλώνουν ενάντια σε αυτή τη νομοθετική αλλαγή, υποστηρίζουν ότι εκείνες είναι τα πραγματικά θύματα της κατάστασης, εφόσον όπως καταγγέλλουν πέφτουν θύματα βιασμών, εμπορίας προσώπων και βίας, εφόσον αναγκάζονται πλέον να κρύβονται για να εργάζονται σε επικίνδυνες συνθήκες και τοποθεσίες. Μέσα από το πρόγραμμα της Γαλλικής κυβέρνησης, προωθήθηκε η εξεύρεση εναλλακτικής εργασίας για ιερόδουλες, όμως από τις 600 που προσεγγίστηκαν για αλλαγή εργασίας από το 2016 μέχρι το 2018, μόνο 55 βρήκαν άλλη δουλειά. Μέσα από έρευνα των Γιατρών του Κόσμου, διαφάνηκε ότι το 61% των ιερόδουλων δεν γνώριζε ούτε καν για το πρόγραμμα και από αυτές που γνώριζαν μόνο το 26% είχε σκοπό να αιτηθεί. Κριτική για τον τρόπο εφαρμογής και την αναποτελεσματικότητα της υιοθέτησης του Σουηδικού μοντέλου στη Γαλλία εκφράζει και ο διεθνής τύπος, μέσα από μαρτυρίες ιερόδουλων, οι οποίες αναφέρουν ότι θα έπρεπε πρώτα να ερωτηθούν αυτοί για τους οποίους νομοθετούν οι βουλευτές και δη οι ιερόδουλες πριν ψηφιστεί η νομοθεσία. Παράλληλα, φαίνεται ότι με την υιοθέτηση της ποινικοποίησης της πορνείας εν μέσω οικονομικής κρίσης, η Γαλλία, δεν αντιμετώπισε τις κοινωνικο-οικονομικές αιτίες που συμβάλλουν στην εμφάνιση του φαινομένου της εμπορίας προσώπων. Προσπαθεί εντούτοις, να τις αντιμετωπίσει έστω και εκ των υστέρων μέσω του νέου πλάνου που εξέδωσε το 2019.
Καταληκτικά, από τη μελέτη των νομοθεσιών και των πολιτικών ποινικοποίησης της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών και νομιμοποίησης της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών, παρατηρούμε ότι και τα δύο νομικά πλαίσια, έχουν αποτύχει σε ένα βαθμό, να προστατεύσουν αυτούς για τους οποίους έχουν δημιουργηθεί. Η υιοθέτηση της ποινικοποίησης ή της αποποινικοποίησης της πορνείας, εξαρτάται τόσο από την ιδεολογία, όσο και από τον βαθμό της ρύθμισης που ένα κράτος επιθυμεί να αποδεχτεί για σκοπούς προώθησης της ισότητας και της καταπολέμησης της πορνείας. Δεν μπορεί λοιπόν μια πρόταση για επίλυση ενός κοινωνικού προβλήματος, να μην λαμβάνει υπόψη εμπειρική γνώση που συλλέγηκε ή θα έπρεπε να συλλεγεί μέσα από μελέτες. Με την προώθηση νομοθετημάτων χωρίς το υπόβαθρο μελέτης και αξιολόγησης των συνεπειών, καθώς και με την απουσία εκτίμησης αντικτύπου, δημιουργούνται συναισθήματα μίσους προς τους πελάτες και τους σωματεμπόρους και οίκτου προς τους/τις εκδιδομένους/εκδιδόμενες και τα θύματα και δημιουργούνται πολιτικές που βλάπτουν την υγεία και την ευημερία των ατόμων που θα έπρεπε να προστατεύονται.
Απαντώντας τα δύο ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή του κειμένου, μπορούμε να πούμε ότι (1) δεν υπάρχουν δεδομένα για να στηριχθεί επιστημονικά η άποψη ότι η Κύπρος είναι έτοιμη να υιοθετήσει το Σουηδικό Μοντέλο για την καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση, μέσω της ποινικοποίησης της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών και (2) η προτεινόμενη τροποποίηση χρήζει ανάλυσης (άρθρο 165Α προτεινόμενης τροποποίησης Ποινικού Κώδικα), καθώς και αναφορά στον τρόπο που δυνατό να επηρεάζει άλλες ισχύουσες Νομοθεσίες, ώστε να τεθούν εισηγήσεις για τη βελτίωση της πρότασης και/ή για την πρακτική εφαρμογή της.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, τίθεται η εισήγηση διενέργειας εις βάθος μελέτης, περιλαμβανομένης εκτίμησης του αντικτύπου και εμπειρικής μελέτης μέτρησης των αντιλήψεων τόσο των εμπλεκομένων όσο και των κατοίκων της Κύπρου, ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο υπόβαθρο και η κουλτούρα για την καλύτερη εφαρμογή της νομοθεσίας ρύθμισης της πορνείας στην Κύπρο, στοχεύοντας παράλληλα, στη μείωση της εμπορίας προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση, αλλά και στην προώθηση της ισότητας φύλων.